- αγιογραφώ
- αγιογραφώ ρ. μετβ.1) писать иконы;2) расписывать церковьЭтим.< άγιος + γράφω «святой + писать»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αγιογράφω — ζωγραφίζω εικόνες αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γράφω] … Dictionary of Greek
αγιογραμμένος — η, ο [αγιογράφω] διακοσμημένος με αγιογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άγιος + μτχ. γραμμένος] … Dictionary of Greek
αγιογραφίζω — ζωγραφίζω ιερές εικόνες ή απλώς ζωγραφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγιογράφω με μεταπλασμό από το ζωγραφίζω] … Dictionary of Greek